Αθαλία

Αθαλία
I
(9oς αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Ιουδαίας (841-835 π.Χ.), κόρη του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ και της Ιεζάβελ, σύζυγος του βασιλιά των Ιουδαίων Ιωράμ, γνωστή και ως Γοθολία. Γυναίκα ανήθικη και φιλόδοξη, μετά τον θάνατο του γιου της Οχοζία εξόντωσε όλους τους κληρονόμους της βασιλείας και βασίλευσε για έξι χρόνια. Τον έβδομο χρόνο ο αρχιερέας Ιωδαέ ανέβασε στον θρόνο τον εφτάχρονο Ιωά, τον νεότερο από τα εγγόνια της, που είχε διασωθεί από τη σφαγή και είχε ανατραφεί κρυφά στον ναό και η Α. σφαγιάστηκε από τον λαό χωρίς κανένας να τολμήσει να την υπερασπιστεί. Οι βωμοί του Βάαλ που είχαν ανεγερθεί από την Α. καταστράφηκαν και αποκαταστάθηκε η λατρεία του Γιαχβέ.
II
(Αστρον.). Αστεροειδής που ανακαλύφθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1903 από τον Γερμανό αστρονόμο Μαξ Βολφ. Για να κάνει μια πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο χρειάζεται 5,5214 χρόνια. Η τροχιά του έχει εκκεντρότητα e = 0,18 και κλίση 1 = 2°, 005. Η απόστασή του στο περιήλιο είναι 2,56 αστρον. μονάδες και στο αφήλιο 3,68 αστρον. μονάδες. Η μέση απόστασή του από τον Ήλιο είναι 3,12 αστρον. μονάδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αθαλία — (αthalia). Ονομασία γένους υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των τενθρηδινιδών. Ζουν στην Αφρική, την Ασία και την Ευρώπη. Είναι μικρά σε μέγεθος και ονομάζονται πολλές φορές μύγες και πριόνι, γιατί ο ωοαποθετήρας των θηλυκών έχει δόντια σαν… …   Dictionary of Greek

  • Ρακίνας, Ιωάννης — (Racin, Λα Φερτέ Μιλόν, Eν 1639 – Παρίσι 1699). Ελληνοποιημένος τύπος του επωνύμου του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ρασέν. θεατρικός συγγραφέας. Έμεινε ορφανός και ανατράφηκε στο ιανσενιστικό περιβάλλον με το οποίο συνδεόταν η οικογένειά του. Στις… …   Dictionary of Greek

  • Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό …   Dictionary of Greek

  • Ιωράμ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ισραήλ (851 843 π.Χ.). Διαδέχθηκε τον μεγαλύτερο αδελφό του, Οχοζία. Επιχειρώντας να ανακαταλάβει τα εδάφη που είχε χάσει στα ανατολικά του Ιορδάνη, πολιόρκησε την πόλη Ραμά στη Γιλεάδ. Ο Ιού, όμως, ένας… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”